σηράγγων

σηράγγων
ση̱ράγγων , σῆραγξ
cave hollowed out by water
fem gen pl
σηραγγόω
to be
imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)
σηραγγόω
to be
imperf ind act 1st sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Άλπεις — Οροσειρά της Ευρώπης, που αποτελεί το πιο ψηλό μορφολογικό χαρακτηριστικό της κεντρικής και νότιας Ευρώπης. Οι Ά. καλύπτουν επιφάνεια περίπου 260.000 τ. χλμ., στα εδάφη της Ελβετίας, της Αυστρίας, της Γαλλίας, της Γερμανίας, της Ιταλίας, της… …   Dictionary of Greek

  • αεροτρύπανο — Εργαλειομηχανή που χρησιμοποιείται για να ανοίγει τρύπες κάθε διαμετρήματος με τη βοήθεια πεπιεσμένου αέρα που παρέχεται από αεροσυμπιεστή. Οι εφαρμογές του είναι ποικίλες και σε όλους τους τομείς: την οδοποιία, την υδραυλική, τη μεταλλευτική και …   Dictionary of Greek

  • αυχένας — I (Γεωγρ.). Όρος με πολλά συνώνυμα (που κάποτε αποτελούν τοπικούς ιδιωματισμούς: διάσελο, δερβένι κλπ.), ο οποίος χαρακτηρίζει ένα χαμηλό σημείο κορυφογραμμής ανάμεσα σε δύο υψώματα. Μέσω αυτών προσδιορίζονται μεταξύ άλλων και τα διάφορα τμήματα… …   Dictionary of Greek

  • γεωορυχομετρία — η η τεχνική τών καταμετρήσεων και απεικονίσεων τών ορυγμάτων σε βάθος (π. χ. τών κάθε φύσεως ορυχείων) και τών σηράγγων που ανοίγονται για συγκοινωνιακά και υδραυλικά έργα …   Dictionary of Greek

  • διαξυλώνω — και διαξυλώ υποστυλώνω, στηρίζω με ξύλα την οροφή και τα πλάγια φρεάτων, ορυχείων, στοών ή σηράγγων …   Dictionary of Greek

  • διώρυγα — Τεχνητός υδάτινος δρόμος, που δημιουργεί πλωτή γραμμή επικοινωνίας ή μεταφέρει νερά από έναν τόπο σε άλλον για διάφορους σκοπούς και χρήσεις. Οι δ. διακρίνονται κυρίως σε πλωτές, παρακαμπτήριες, ύδρευσης, αποξήρανσης και άρδευσης. Οι πλωτές δ.… …   Dictionary of Greek

  • θεοδόλιχος — Τοπογραφικό όργανο κατάλληλο για τη μέτρηση, με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια, των αζιμουθιακών και ζενιθιακών γωνιών, που είναι απαραίτητες για τον τριγωνισμό, δηλαδή τον προσδιορισμό της θέσης σημείων της γήινης επιφάνειας, τα οποία έχουν… …   Dictionary of Greek

  • υδραγωγείο — Σύστημα αγωγών που προορίζονται να μεταφέρουν νερό από άλλη περιοχή σ’ εκείνην της κατανάλωσης. Η ανάγκη μεταφοράς νερού από τις πηγές στα κατοικημένα κέντρα υπήρξε αισθητή από την προϊστορία. Ανάμεσα στα αρχαιότερα έργα του είδους, των οποίων… …   Dictionary of Greek

  • χάρτης — Φύλλο χαρτιού επάνω στο οποίο αποτυπώνεται συνήθως σε σμίκρυνση η επιφάνεια της Γης ή ένα τμήμα της, η διαμόρφωση του εδάφους με λεπτομέρειες, οι θάλασσες και οι ωκεανοί, η ουράνια σφαίρα ή μια περιοχή αυτής. X. είναι επίσης το έγγραφο που… …   Dictionary of Greek

  • αγκυλοστομίαση — Παρασιτική ασθένεια η οποία οφείλεται σε μόλυνση που προκαλεί το παράσιτο αγκυλόστομο το δωδεκαδακτυλικό.Τα αβγά του παρασιτικού αυτού σκουληκιού βρίσκονται συνήθως στο έδαφος, σε περιβάλλον όμως υγρό, οξυγονούχο και με σχετικά υψηλή θερμοκρασία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”